Λίνα Κατσή Έξι απολαυστικά παραμύθια

Λίνα Κατσή

Σπουδάστρια Δραματοθεραπείας ΕΚΕΙΜ

6 απολαυστικά παραμύθια από τη σπουδάστρια Δραματοθεραπείας του ΕΚΕΙΜ Λίνας Κατσή, υπό την επίβλεψη της καθηγήτριας κας Παρασκευοπούλου Ανθής 

Το δικό μου παραμύθι σε μορφή Propp

Ένα διαφορετικό Σκοτάδι

 

Μια φορά και έναν καιρό, ήταν το μικρό Σκοτάδι, το οποίο δεν μπορούσε να βγει έξω γιατί φοβόταν τους ανθρώπους. Ήταν το μόνο σε όλη του την οικογένεια. Οι γονείς του η Νύχτα και το Βράδυ ήταν τόσο ανήσυχοι..

– Τι θα κάνουμε Βράδυ; Το παιδί μας φέρεται τόσο αλλόκοτα, πραγματικά ανησυχώ πολύ.

– Μην αγχώνεσαι γλυκιά μου Νύχτα, θα τον λογικέψουμε.

– Μα είναι δυνατόν να φοβάται να βγει έξω;

– Θα βρεθεί λύση, θα τα καταφέρουμε, θα δεις. Να πάμε να του μιλήσουμε μαζί. Είπε το Βράδυ.

Οι γονείς πλησίασαν το δωμάτιο του μικρού Σκοταδιού και τον είδαν κρυμμένο κάτω από το κρεβάτι του.

– Αχ, καλό μου.. Είπε με πόνο η μητέρα του..

– Γλυκό μου παιδί, πες μας τι σου συμβαίνει.. είπε ο πατέρας του.

Το Σκοτάδι βγήκε ελάχιστα από την δική του κρυψώνα για να μιλήσει με τους γονείς του.

– Μαμά, ξέρω ότι σε ντροπιάζω και εσένα και τον μπαμπά, και πραγματικά λυπάμαι, λυπάμαι αλλά δεν μπορώ.. Λέει το μικρό Σκοτάδι και ξεσπά σε κλάματα.

Τότε η μητέρα του, το πήρε αγκαλιά και ο πατέρας του του χάιδευε το κεφαλάκι προσπαθώντας να το ηρεμήσουν.. Ήταν ανήσυχοι και πληγωμένοι με τον πόνο που ένιωθε το μονάκριβο τους.

– Ω, καλό μου γλυκό παιδί, δεν ντροπιάζεις ούτε εμένα ούτε τον πατέρα σου. Απλά θέλω να μου πεις γιατί φοβάσαι τόσο πολύ;;

Το Σκοτάδι μας πήρε μια ανάσα και αφού σκούπισε τα δάκρυα του εξομολογήθηκε..

– Μαμά, μπαμπά.. κάθε φορά που είναι η σειρά μου να βγω έξω, για να καλύψω την θέση του ήλιου και του φωτός, βλέπω τους ανθρώπους να με αποφεύγουν και τα μικρά παιδάκια.. να ουρλιάζουν όποτε είμαι κοντά.. Δεν καταλαβαίνω γιατί με φοβούνται τόσο.. Είπε με μια φωνή το Σκοτάδι..

Η μητέρα κοίταξε το Βράδυ στα μάτια και προβληματισμένα απάντησε..

-Αχ, γλυκό μου οι άνθρωποι σε φοβούνται επειδή όταν είσαι κοντά δεν μπορούν να δουν καθαρά και τρομοκρατούνται με την αίσθηση ότι μπορεί να τους επιτεθεί κάποιος..

– Αφού εγώ, εγώ το μόνο που κάνω είναι να καλύπτω το φως για να μπορέσουν να κοιμηθούν.. Αποκρίθηκε το μικρό Σκοτάδι.

Τότε ο πατέρας του απάντησε..

– Το ξέρω παιδί μου, απλά μην τους παρεξηγείς, δεν ξέρουν ότι είσαι άκακο και δεν σκοπεύεις να τους πειράξεις..

– Το μόνο που θέλω είναι να πάψουν να με φοβούνται.. είπε παραπονεμένο..

– Φοβάμαι ότι αυτό καλέ μου δεν μπορεί να γίνει, πολλοί φοβούνται και μένα και την μητέρα σου. Είπε το Βράδυ

– Πριν εκατοντάδες χρόνια, ήταν η πρώτη μου φορά να εμφανιστώ στην Γη και ήμουν τρομοκρατημένη.. Τότε ο πατέρας σου ήταν να φύγει γιατί εγώ τον αντικαθιστούσα, με είδε ανήσυχη και αγχωμένη, προσπάθησε να με ηρεμήσει λέγοντας μου ότι απλά όλα θα πάνε καλά. Και έτσι έγινε μονάκριβο μου, όλα πήγαν καλά. Είπε η μητέρα..

Το Βράδυ χαμογελώντας σε αυτή την ανάμνηση κρατά το παιδί του και το χέρι της γυναίκας του κοιτάζοντας τους.

– Σκέψου ότι χάρις εσένα όλα τα πλάσματα στον κόσμο μπορούν να ξεκουράσουν τα ματάκια τους. Γιατί κάθε φορά που τα κλείνουν εσύ απλώνεσαι και τους ηρεμείς. Οπότε είσαι τόσο αναγκαίο για την χαλάρωση τους. Είπε..

Τότε το Σκοτάδι κοίταξε στα μάτια τους γονείς του και είπε..

– Δεν.. δεν ήξερα ότι τους κάνω καλό.. είπε Και χαμογέλασε αδύναμα..

– Οπότε δεν είναι κακό να φοβάσαι απλά σκέψου ότι αξίζει.. Μίλησε για μια ακόμα φορά η Νύχτα..

– Ναι μαμά, σήμερα θα πάω εγώ στην δική σου βάρδια! Είπε αποφασιστικά το μικρό Σκοτάδι.

Η μητέρα του έκπληκτη τον αγκάλιασε και του είπε..

– Όχι μόνο δεν μας ντρόπιασες, αλλά με την ευαισθησία σου και την γενναιότητα σου ταυτόχρονα, είμαι η πιο περήφανη μαμά στον κόσμο.

– Όμορφε και μονάκριβε μας, θα έρθω μαζί σου στην βάρδια, και θα μείνω δίπλα σου. Είπε γλυκά ο πατέρας.

– Σας ευχαριστώ τόσο πολύ για όλα, είμαι τόσο τυχερός που σας έχω γονείς. Είπε χαμογελαστά.

Τότε το μικρό σκοτάδι αγκάλιασε τους γονείς του και πήγε να απλωθεί μαζί με τον πατέρα του για μια ακόμα φορά στον κόσμο..

– Είμαι τόσο ευτυχισμένος που σε έχω γιε μου. Είπε συγκινημένος ο πατέρας του.

Τότε το Σκοτάδι γεμάτο θάρρος και σιγουριά ξεκίνησε να εμφανίζεται στα μάτια των πλασμάτων όλου του κόσμου για να μπορέσουν να κοιμηθούν.

Η αίσθηση ότι οι γονείς του τον υποστηρίζουν και ότι χαρίζει ηρεμία σε όλο τον κόσμο τον έκανε ευτυχισμένο..

Τέλος.

Το δικό μου παραμύθι σε μορφή Rodari

Η γκρινιάρα νεράιδα

 

Μια φορά και έναν καιρό, σε ένα μαγεμένο δάσος ζούσαν πολλές νεράιδες. Μεταξύ τους ήταν τόσο αγαπημένες που έμοιαζαν σαν μια μεγάλη οικογένεια. Ανάμεσα τους υπήρχε μια νεράιδα η οποία ήταν κάπως.. γκρινιάρα, άλλωστε το όνομα της την πρόδιδε. Η νεράιδα ονομαζόταν Grumpy, και πάντα κάτι έβρισκε να την ενοχλεί και να ξεκινήσει την γκρίνια και τα παράπονα της με αποτέλεσμα αρκετές φορές να έρχεται σε σύγκρουση με τις υπόλοιπες νεράιδες..

– Αμάν πια με τη γκρίνια σου Grumpy. Της είπε η Lemoni αγανακτισμένη.

– Καλά σου λέει, μας έχεις κουράσει πια. Τίποτα δεν σου αρέσει, τίποτα δεν σε χαροποιεί. Όλη μέρα κατσούφα και θυμωμένη είσαι. Είπε με τη σειρά της η Sunny φανερά ενοχλημένη.

Η Grumpy ακούγοντας τα παράπονα τους απάντησε περιφρονητικά..

– Αφήστε με όλες σας, θαρρείτε πως είστε καλύτερες; Δεν κοιτάτε τα χάλια σας με ένα ψεύτικο χαμόγελο όλη την ώρα; Εγώ τουλάχιστον είμαι αληθινή και καμιά σας δεν μπορεί να με φτάσει!

Τότε η Grumpy θυμωμένη ξεκίνησε για το σπίτι της που ήταν στην άλλη πλευρά του δάσους. Εκείνη το επέλεξε αφού δεν τα έβρισκε με κανέναν.

Φτάνοντας στο δεντρόσπιτο της, αντικρίζει ένα αγοράκι να προσπαθεί να σκαρφαλώσει στο δέντρο. Η νεράιδα έγινε έξαλλη που κάποιος προσπαθούσε να μπει στο σπίτι της.

– Ει, εσύ! Πως τολμάς να σκαρφαλώνεις στο δεντρόσπιτο μου;

Το αγοράκι κατέβηκε τρομαγμένο.

– Δεν ήξερα ότι είναι δικό σου, και ήθελα να δω τι βρίσκεται εκεί πάνω. Απάντησε.

– Εκεί πάνω είναι το σπίτι μου μικρό διαβολάκι! Φώναξε η νεράιδα.

– Το σπίτι σου; Για περίμενε ποιος άνθρωπος μένει σε ένα δέντρο;

– Δεν είμαι άνθρωπος, είμαι νεράιδα, και μάλιστα η πιο δυνατή από όλες. Είπε αλαζονικά.

– Η πιο δυνατή; Και ποια είναι η δύναμη σου;

– Χαχα, η δύναμη μου; Τώρα θα δεις!

Η νεράιδα έκανε μια κίνηση με το ραβδί της για να δείξει στο αγόρι τι μπορούσε να κάνει, μα δεν έγινε τίποτα. Απόρησε και ξαναπροσπάθησε με περισσότερη πίεση αλλά και πάλι δεν έγινε τίποτα.

– Τι στο καλό; Που πήγαν οι δυνάμεις μου; Αναρωτήθηκε.

Τότε το αγόρι βλέποντας την νεράιδα απογοητευμένη πήγε κοντά της και προσπάθησε να την παρηγορήσει..

– Ει, μην στεναχωριέσαι, θα ξαναβρεις τις δυνάμεις σου. Της είπε.

Η νεράιδα σιωπηλή. Όλη η σιγουριά που είχε για τον εαυτό της χάθηκε από το πρόσωπο της.

Έμεινε ακίνητη, σαν να της είχες πάρει τη μιλιά.

Τότε το αγόρι την αγκάλιασε, εκείνη ξαφνιάστηκε γιατί δεν είχε αφήσει ποτέ κανέναν να την πλησιάσει. Ένιωσε ζεστασιά και μια απρόσμενη επιθυμία να κλάψει.

Ξεκίνησε να κλαίει, το αγόρι την αγκάλιασε πιο σφικτά προσπαθώντας να την ηρεμήσει.

Πρώτη φορά έκλαιγε, πρώτη φορά ένιωθε κάτι διαφορετικό πέρα από τον θυμό της, ένιωθε λύπη.

Αυτό το πρωτόγνωρο συναίσθημα που ένιωσε εκείνη την στιγμή, την έκανε να σκεφτεί τις υπόλοιπες νεράιδες και το πόσο άδικα φέρθηκε.

– Ευχαριστώ.. είπε ψιθυριστά.. μια λέξη που δεν είχε ξαναπεί.

Το αγόρι της χαμογέλασε γλυκά.

– Μην ευχαριστείς, πρέπει να πας πίσω και να δεις τι θα κάνεις με τις δυνάμεις σου..

– Όντως πρέπει, μα σε ευχαριστώ για όλα, έκανες πολλά περισσότερα από ότι φαντάζεσαι.

– Δεν έκανα κάτι, απλά δεν μου αρέσει να βλέπω στεναχωρημένους τους άλλους.

Η νεράιδα τότε χαμογέλασε.. ελάχιστα.. μην ξεχνάμε ότι ήταν το πρώτο της χαμόγελο..

– Θα φύγω τώρα, αλλά μικρέ για να σε ευχαριστήσω για το καλό που έκανες, όταν πάρω τις δυνάμεις μου θα επιστρέψω για να σου πραγματοποιήσω μια επιθυμία.

Το αγόρι χαμογέλασε ενθουσιασμένο.

– Σε ευχαριστώ πάρα πολύ, τώρα πήγαινε, πήγαινε να δεις τι θα κάνεις. Α και να χαμογελάς πιο συχνά, το κατσούφικο ύφος δεν σου πάει καθόλου.

Είπε το αγόρι και έφυγε από κοντά της.

Η νεράιδα στεναχωρημένη αλλά και συνειδητοποιημένη επέστρεψε στο δάσος που ήταν μαζεμένες οι άλλες νεράιδες.

Όταν την είδαν με μάτια πρησμένα από το κλάμα απόρησαν γιατί δεν την έχουν συνηθίσει έτσι. Έτρεξαν κοντά της και την ρώτησαν. Εκείνη αφού τους εξήγησε τι της συμβαίνει ξεκίνησε να απολογείται για ότι είχε πει όλον αυτό τον καιρό.

 

1ο τέλος

Αποδέχονται την συγνώμη της και όλες μαζί ψάχνουν τρόπο να ξαναβρεί η Grumpy την μαγεία της. Εν τέλη τα κατάφεραν και έμειναν ενωμένες πλέον σαν μια οικογένεια.

 

2ο τέλος

 Οι νεράιδες αποδέχονται την συγνώμη, αγκαλιάζουν την Grumpy και ψάχνουν να βρουν τρόπο να ανακτήσει τις δυνάμεις της. Δυστυχώς δεν έγινε ποτέ. Η Grumpy ήταν η πρώτη νεράιδα χωρίς δυνάμεις αλλά τουλάχιστον απέκτησε μια οικογένεια

 

3ο τέλος

Οι νεράιδες αποδέχονται την συγνώμη, αγκαλιάζουν την Grumpy και ψάχνουν να βρουν τρόπο να ανακτήσει τις δυνάμεις της. Πέρασαν πολλά χρόνια προσπάθειας και τελικά τα κατάφεραν. Η Grumpy θυμήθηκε την υπόσχεση που είχε δώσει στο αγόρι και έψαχνε να το βρει. Τελικά τον βρήκε  στο παλιό δεντρόσπιτο της γεράκο με μούσι αλλά με το ίδιο χαμόγελο. Η επιθυμία του ήταν να προσέχει η Grumpy την οικογένεια του. Όταν η νεράιδα του υποσχέθηκε ότι θα το κάνει, εκείνος χαρούμενος που θα εκπληρωθεί η ευχή του γύρισε σπίτι του.  

 

Το δικό μου παραμύθι σε μορφή Rodari  

Τα μαγικά τριαντάφυλλα

 

Μια φορά και έναν καιρό υπήρχε ένα μακρινό χωριό ονόματι Κάντεν,  γκρίζο και μουντό χωρίς ζωντάνια επειδή οι κάτοικοι του δεν ήξεραν να ονειρεύονται. Οι άνθρωποι του ήταν κενοί δίχως το παραμικρό συναίσθημα με μια απουσία ζωής στα μάτια τους. Σε αυτό το μίζερο χωριό ζούσε ένα μικρό κοριτσάκι με την οικογένεια της. Το κοριτσάκι το έλεγαν Amelia και παρόλη την δυστυχία του κόσμου της, εκείνη κάθε μέρα ξυπνούσε με το φως του ήλιου να ξεπροβάλλει από το παραθύρι της. Η Amelia έβλεπε το κενό στις εκφράσεις των ανθρώπων της και προσπαθούσε κάθε μέρα να τους κάνει να χαμογελάσουν. (ορισμός: έλλειψη)

 Πήγαινε στην μητέρα της κάθε πρωί και της προσέφερε μαζί με μια αγκαλιά και ένα μωβ λουλούδι. Η μητέρα της βλέποντας την διαφορετική συμπεριφορά της κόρης της την ρώτησε :

-Amelia παιδί μου, τι σου συμβαίνει και έχεις συνεχώς αυτή την ενοχλητική έκφραση στο πρόσωπο σου;

– Μα, μητέρα χαμογελάω..

– Τι κάνεις;

– Χαίρομαι..

– Ναι, παιδί μου μήπως είσαι άρρωστη;

– Όχι μητέρα, απλά νιώθω όμορφα..

– Δεν έχω ιδέα για τι πράγμα μιλάς.. καλύτερα να πας με τον πατέρα σου το απόγευμα στον παπά να σε διαβάσει.. και τώρα φύγε..

Και η Amelia έφυγε από την κουζίνα και πήγε στο δωμάτιο της στεναχωρημένη..

(μα πως μπορώ να τους κάνω να γελάσουν; Μονολογούσε κοιτάζοντας από το παράθυρο της τους κατοίκους να περνάνε που φορούσαν μαύρα ρούχα ως συνήθως..)

Τότε ξαφνικά είδε κάτι που δεν είχε δει ποτέ της, μια γυναίκα ντυμένη με χρώματα να χαμογελάει και να κρατάει μια τσάντα στο χέρι της και στο άλλο ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα. Η Amelia σάστισε από το πρωτόγνωρο θέαμα και έτρεξε κοντά της για να την παρατηρήσει καλύτερα. Η γυναίκα βλέποντας την μικρή όμορφη να την πλησιάζει της χαμογέλασε.. Τότε η Amelia αντέδρασε αμυντικά και σταμάτησε να τρέχει γιατί δεν της είχε χαμογελάσει ποτέ κανείς. (ορισμός: αντίδραση του ήρωα)

– Μην φοβάσαι μικρή μου, δεν ήθελα να σε τρομάξω. Αποκρίθηκε η γυναίκα που σηκώθηκε από το παγκάκι που καθόταν για να ξεκουραστεί.

Το κορίτσι απόρησε, (άραγε έτσι είμαι και εγώ όταν χαμογελάω)

– Δεν με τρομάξατε, απλά ξαφνιάστηκα που γελάσατε.

– Α μάλιστα.

– Αλήθεια πως χαμογελάτε εσείς;

– Σκέφτομαι κάτι όμορφο, βλέπω το γαλάζιο του ουρανού και χαμογελάω εσύ πως χαμογελάς;

– Εγώ, δεν.. δεν ξέρω πως. Το κορίτσι απάντησε προβληματισμένο

 Κανένας δεν χαμογελά εδώ.. είμαι η μόνη που χαμογελώ, οι γονείς πιστεύουν ότι είμαι άρρωστη μα εγώ κάθε άλλο παρά άρρωστη δεν νιώθω..

– Άρα είναι αλήθεια, είμαι στο Κάντεν η αλλιώς το μουντό χωριό. Άκουσε μικρή μου ο κόσμος γύρω σου δεν βλέπει αυτά που βλέπεις, δεν βλέπει χρώμα δεν βλέπει ζωή και αυτό οφείλεται στο ότι δεν ονειρεύεται..

– Τι εννοείται με αυτό; Ρώτησε η Amelia..

– Εννοώ ότι εσύ όταν κοιμάσαι βλέπεις και ζεις εικόνες και καταστάσεις άλλοτε όμορφες άλλοτε όχι.. αυτά μικρή μου λέγονται όνειρα..

– Και, και γιατί τα βλέπω μόνο εγώ;..

– Αυτό μικρή μου δεν μπορώ να στο απαντήσω, αυτό που μπορώ είναι να σου δώσω την λύση να τους κάνεις να ονειρευτούν..

– Αλήθεια; Μπορείτε; Πως;; Ρώτησε ενθουσιασμένη με ένα τεράστιο χαμόγελο η Amelia.

Τότε η γυναίκα της έδωσε τα τριαντάφυλλα λέγοντας της..

– Αυτά είναι οκτώ τριαντάφυλλα, με κάθε τους πέταλο δίπλα από το μαξιλάρι θα ονειρευτείς. Να μικρή μου πάρε τα τριαντάφυλλα μου και χρησιμοποίησε τα όπως εσύ επιθυμείς. Πρέπει να φύγω όμως. (ορισμός: εφοδιασμός, λήψη μαγικού μέσου)

 – Σας ευχαριστώ για όλα αλήθεια.

– Μην ευχαριστείς Amelia. Της είπε η γυναίκα ενώ έφευγε.

– Μα περιμένετε, πως.. πως ξέρετε το όνομα μου; Αναρωτήθηκε μα η γυναίκα είχε ήδη εξαφανιστεί.

1ο τέλος

Η Amelia κρύβει σε όλα τα μαξιλάρια από ένα πέταλο και όλοι οι κάτοικοι μαζί με την οικογένεια της χαμογέλασαν και ονειρεύτηκαν. Το πρόβλημα λύνεται (ορισμός: λύση) (ορισμός: εξάλειψη της δυστυχίας ή της έλλειψης)

2ο τέλος

Η Amelia περπατώντας σε ένα μονοπάτι με ένα ποτάμι δίπλα χάνει τα τριαντάφυλλα της και την μοναδική ευκαιρία της να χαμογελάσουν και να ονειρευτούν οι υπόλοιποι μα δεν λυπάται γιατί συνειδητοποίησε ότι θέλει να είναι ξεχωριστή.

3ο τέλος

Η Amelia αφού δώσει σε όλους από ένα πέταλο, κρατάει ένα τριαντάφυλλο για όταν μεγαλώσει να ταξιδέψει σε οποιοδήποτε μέρος έχει ανάγκη τα όνειρα.

 

Το δικό μου παραμύθι σε στυλ Rodari

Τα ξεχασμένα βιβλία

 

Μια φορά και έναν καιρό υπήρχε μια βιβλιοθήκη, μάλιστα ήταν η μεγαλύτερη βιβλιοθήκη παγκοσμίως. Ήταν γεμάτη με κάθε λογής βιβλία όλων των συγγραφέων, των ποιητών και των παραμυθάδων. Τα άπειρα ράφια της ήταν καλυμμένα με όλων των ειδών τα άνθη. Ο κόσμος κάθε φορά που πήγαινε σε αυτό το μέρος, αγαλλίαζε και θαμπωνόταν από την ομορφιά του. Μερικοί διχάζονταν από τις άπειρες επιλογές που είχαν ενώ άλλοι ήταν σίγουροι για το είδος που θα διαβάσουν. Δίπλα από την βιβλιοθήκη υπήρχε ένας χώρος για να καθίσεις και να μελετήσεις ανενόχλητος μαζί με ένα φλιτζάνι ζεστό τσάι. Και για τους μικρούς αναγνώστες μας υπήρχε μπουφές με πολλά λαχταριστά γλυκά. Αυτή η απέραντη ομορφιά δεν ήταν το μόνο που υπήρχε σε εκείνο το μέρος. Στην άκρη του κτηρίου υπήρχε ένα ειδικό ράφι, το ράφι των ξεχασμένων βιβλίων. Σε αυτό το ράφι τα βιβλία ήταν σκονισμένα και σκισμένα, και κανένας δεν τα ήθελε. Κανείς δεν προσέγγιζε το τελευταίο ράφι και τα βιβλία ήταν δυστυχισμένα, μιλούσαν μεταξύ τους και έλεγαν..

– Αυτή η κατάσταση πρέπει να αλλάξει.. είπε το κόκκινο βιβλίο με τίτλο << Ο κόμης και το άλογο του>>..

– Έχεις δίκαιο, είμαστε και εμείς βιβλία, έχουμε σελίδες ποτισμένες με μελάνι ,γραμμένες ιστορίες που αξίζει να διαβαστούν.. είπε με τη σειρά του το πράσινο βιβλίο με τίτλο <<Οι περιπέτειες του λόρδου Χανς>>

–  Και τι θα κάνουμε , ο βιβλιοθηκάριος το είπε, σύντομα θα πάμε για ανακύκλωση είπε το μπλέ βιβλίο με τίτλο <<Η λαίδη του Κονέκτικατ>> στεναχωρημένο.

– Πρέπει να τους κάνουμε να μας προσέξουν.. είπε το κόκκινο βιβλίο.

– Μα πως; Κανείς δεν πλησιάζει την δική μας πτέρυγα.. Είπε το πράσινο.

– Κοίτα πως είμαστε, τσαλαπατιμένα και σκισμένα γεμάτα σκόνη ποιος θα μας δει στο σκοτάδι; Είπε το μπλε απελπισμένο.

Τα βιβλία κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και πράγματι ήταν τόσο κακομεταχειρισμένα.. Απογοητεύτηκαν..

Κ- Δεν είμαι έτοιμος να τα παρατήσω, δεν θα γίνω ένα κομμάτι χαρτί ανακυκλωμένο.

Π- Και τι θα κάνεις δηλαδή;

Κ- Θα φέρω φως, θα ψάξω μια μια τις σελίδες μου μέχρι το σημείο που ο κόμης επισκέπτεται τον στάβλο για να βρει το άλογο του.

Π- Μάλιστα, και αυτό πως θα βοηθήσει;

Κ- Δεν με άφησες να ολοκληρώσω, ο κόμης είχε πάει στο στάβλο το βράδυ, έχοντας μαζί του μια δάδα. Θα πάρω την δάδα και θα φωτίσω ώστε να μας δουν.

Τα βιβλία ενθουσιάστηκαν με την ιδέα του κόκκινου.

Μ- Μπράβο κόκκινε, έτσι θα μάθει ο κόσμος για τη ύπαρξη μας, και θα διαβάσει τις ιστορίες μας.

Π- Μην χάνουμε χρόνο, βρες την σελίδα και φέρε μας φως.

Τότε το κόκκινο βρήκε την σελίδα 36 που έψαχνε, πήρε την δάδα και εμφάνισε μια μικρή λάμψη. Περίμενε, μα κανείς δεν την είδε.

Κ- Πρέπει να βρούμε και άλλο φως, γρήγορα παιδιά ψάξτε τις σελίδες σας για φως, για λάμψη για οτιδήποτε.

Το πράσινο βιβλίο βρήκε στην σελίδα 25, που ήταν τσαλακωμένη, την λάμπα που φώτιζε το γραφείο του λόρδου ώστε να βλέπει.

Με την σειρά του το μπλε εντόπισε στην σελίδα 18 το φαναράκι που κρατούσε η λαίδη πηγαίνοντας να βρει κρυφά τον καλό της.

Μαζί με την δάδα του κόκκινου κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα δυνατό φως, ικανό να το δουν όλοι.

1ο τέλος

Ο κόσμος διακρίνει την λάμψη φωτός στην σκοτεινή ξεχασμένη πτέρυγα και τρέχει να δει από που προέρχεται. Βλέποντας τα 3 βιβλία ένα μικρό κοριτσάκι αρπάζει στα χέρια του το μπλε λέγοντας πως θέλει να το διαβάσει. Όλο και περισσότεροι είχαν την περιέργεια να διαβάσουν αυτά τα ξεχασμένα βιβλία που επιτέλους ακούστηκαν οι ιστορίες τους. Ναι πλέον τα βιβλία μας ήταν ευτυχισμένα.

2ο τέλος

Την λάμψη δεν την είδε κανείς, τα βιβλία τότε απλά αποδέχτηκαν το γεγονός ότι ο βιβλιοθηκάριος θα τα πάει για ανακύκλωση. Στον δρόμο για το κέντρο ανακύκλωσης, έπεσε μια σελίδα από το κόκκινο. Ο βιβλιοθηκάριος παραξενεύτηκε και ξεκίνησε να διαβάζει, τότε με δάκρυα στα μάτια συνειδητοποίησε ότι ήταν το αγαπημένο του μυθιστόρημα όταν ήταν παιδί. Τα βιβλία τα κράτησε ο βιβλιοθηκάριος και ήταν χαρούμενα που γλύτωσαν από την ανακύκλωση αλλά και που έκαναν έναν καινούργιο φίλο.

3ο τέλος

Κάποιος είδε την λάμψη των βιβλίων και πήγε να τα δει. Τότε ζήτησε από τον βιβλιοθηκάριο να τα φέρει μπροστά για να τα βλέπει ο κόσμος. Τα βιβλία απέκτησαν αυτό που πάντα ήθελαν, να είναι στο ομορφότερο ράφι. Δεν άλλαξαν το εξωτερικό τους αλλά αφού όλοι διάβασαν τις τρεις αυτές ιστορίες που έγραφαν, ο βιβλιοθηκάριος τα μετακίνησε στο πρώτο ράφι και έγραψε μια επιγραφή από κάτω που έλεγε <<Μην κρίνεις από το εξωτερικό, μην βασίζεσαι σε αυτό όταν το εσωτερικό μπορεί να κρύβει την ομορφιά όλου του κόσμου>> Τα 3 βιβλία ήταν επισήμως τα πιο διάσημα.

 

Το δικό μου παραμύθι σε στυλ Propp.

Το παιδί που του μιλούσε η Γη

 

Έχετε ποτέ αναρωτηθεί τι λέει πραγματικά η φύση; Είναι χαρούμενη ή λυπημένη; Αυτή την απορία τουλάχιστον δεν την έχει ο Άρθουρ.. Το παιδί που άκουγε την φύση.. Αλλά για πάμε να δούμε από την αρχή το ξεκίνημα του…

Μια φορά και έναν καιρό σε ένα κόσμο, σαν και τον δικό μας ναι, ήταν ένα μικρό αγόρι. Ο Άρθουρ ζούσε με την γιαγιά του και τα τρια μεγαλύτερα αδέρφια του, τον Άντριου, τον Κέβιν και την μεγαλύτερη από όλα την Σέριλ. Ήταν μια απίστευτα αγαπημένη οικογένεια και πολύ δεμένοι μεταξύ τους. Ζούσαν σε ένα μικρό σπίτι κοντά στο δάσος, ένα απέραντο δάσος που κανείς δεν κατάφερε να διασχίσει, κανείς δεν το είχε επιχειρήσει εδώ και χρόνια. Όσοι το είχαν προσπαθήσει, χάθηκαν, ήταν σαν ένας λαβύρινθος γεμάτος δέντρα και ίσως επικίνδυνα πλάσματα που ζούσαν εκεί. Ήταν μόνοι τους στην απέραντη γη που την φύλαγε από κάθε εισβολή αυτό το πυκνό δάσος. Μια μέρα που έμοιαζε σαν όλες τις άλλες τα τέσσερα αδέρφια αφού δειπνίσουν με την γιαγιά τους που είχε κάνει το αγαπημένο φαγητό του Κέβιν, βγήκαν για να απολαύσουν το πράσινο, τα λουλούδια που τόσο αγαπούσαν, ήταν παιδιά της φύσης..

Τότε η Σέριλ αφού ξάπλωσε στο μαλακό γρασίδι είπε στα αδέρφια της.

Σ- Φανταστείτε παιδιά, πως θα ήταν η ζωή μας αν υπήρχαν και άλλοι άνθρωποι κοντά μας;

Α- Αχ καλή μου Σέριλ, δεν ξέρω πως θα ήταν πάντως δεν ξέρω αν θα μάθουμε ποτέ αφού το να περάσει κάποιος από το δάσος και να μην χαθεί είναι αδύνατον.. Είπε ο Άντριου.

Κ- Αναρωτιέμαι πως η γιαγιά πέρασε από το δάσος, ποτέ δεν μας έχει μιλήσει για αυτό.. Είπε με την σειρά του ο Κέβιν που μάζευε τον κουβά από το πηγάδι γεμάτο με νερό.

Ο μικρός Άρθουρ δεν μιλούσε, απλά αγνάντευε και κοιτούσε το γαλάζιο του ουρανού..

Η Σέριλ κατάλαβε ότι κάτι τον απασχολούσε, άλλωστε ήταν η αδυναμία της το μικρό ζιζάνιο με τα μπουκλάκια όπως τον έλεγε.

Κάθησε κοντά του και αφού χάιδεψε το κεφαλάκι του μικρού της αδερφού είπε..

Σ- Μικρό ζιζάνιο που ταξιδεύει ο νους σου;

Ο Άρθουρ αναστέναξε και ύστερα απάντησε..

Α- Αχ Σέριλ, απλά σκέφτομαι τι να είναι πέρα από το δάσος, έχουμε να πάμε έστω λίγο κοντά από την ημέρα που.. που ( ο μικρός δάκρυσε) χάσαμε την μαμά και τον μπαμπά..

Η αδερφή του πήρε αγκαλιά τον μικρό για τον παρηγορήσει..

Σ- Μικρέ μου, καταλαβαίνω.. απλά καλό είναι να μην πάμε εκεί γιατί, γιατί δεν ξέρουμε πως να γυρίσουμε.. είπε ενώ σκούπισε τα δάκρυα από το προσωπάκι του αδερφού της.

Α- Κατάλαβα, απλά μου λείπουν Σέριλ, πολύ.. είπε και βυθίστηκε ξανά στις σκέψεις του.

Τότε πριν προλάβει να πει κάτι η Σέριλ ακούστηκε η φωνή του Άντριου να τους λέει ότι είχε βραδιάσει και έπρεπε να γυρίσουν.

Αφού καληνύχτησαν την γιαγιά τους τα τέσσερα αδέρφια πήγαν το καθένα στο δωμάτιο του για να κοιμηθούν..

Ο ‘Αρθουρ όμως δεν μπορούσε.. Σκεφτόταν και κοίταζε από το παράθυρο του το δάσος..

Ξαφνικά είδε ένα απαλό φως να ξεπροβάλλει ανάμεσα από τα δέντρα.. Εκείνος σάστισε, δεν είχε ξαναδεί ποτέ να κινείτε ούτε φύλλο στο δάσος. Προσπάθησε να το αγνοήσει αλλά ένιωσε κάτι πολύ περίεργο, κάτι πολύ δυνατό, ένιωσε το δάσος να τον καλεί. Αποφάσισε να πάει.. Αφού πέρασε στις μύτες των ποδιών του όσο πιο ήσυχα μπορούσε για να μην τον καταλάβει κανείς, βγήκε από την πόρτα του σπιτιού και πλησίασε το δάσος..

Έπρεπε να νιώθει φόβο, ανησυχία μα εκείνος απλά είχε οπλιστεί με τόσο θάρρος που ξεκίνησε να διασχίζει σαν υπνωτισμένος το πυκνό δάσος. Φτάνοντας στην μέση, συνειδητοποίησε ότι όλα γύρω του ήταν σκοτεινά, δεν μπορούσε να δει τίποτα, ούτε καν την μύτη του. Άρχισε να πανικοβάλλεται, και να αγχώνεται ότι δεν θα μπορέσει να βγει από εκεί μέσα ποτέ. Μονολογούσε συνεχώς (πόσο χαζός είμαι, αν είναι δυνατόν, τώρα τι θα κάνω) Για να ηρεμήσει ακούμπησε σε ένα δέντρο που ήταν μπροστά του. Ξεκίνησε να κλαίει, ένιωθε ότι όλα έχουν τελειώσει. Τότε ξαφνικά ακούει μια φωνή να λέει..

– Είσαι καλά; Γιατί κλαις μικρέ;

Ο Άρθουρ πετάχτηκε από τρόμο ψάχνοντας από που προήλθε η φωνή..

– Αμ μικρέ εδώ πάνω.. Του είπε..

Κοιτάζει και βλέπει το δέντρο να μιλά..

Αντί να τρομάξει με την όψη ενός δέντρου που μιλά εκείνος είπε..

– Χάθηκα, χάθηκα για τα καλά.. Δεν ήθελα να σε ενοχλήσω..

– Μα δεν με ενόχλησες εσύ μικρέ, αυτή εδώ η βρομοκουκουβάγια ο Οουλ.. θα σταματήσεις να με γρατζουνάς με τα νύχια σου; Είπε φανερά εκνευρισμένος στην κουκουβάγια..

– Όχου αφού δεν βολεύομαι ρε Τρι τι να κάνω για να κοιμηθώ.. είπε η κουκουβάγια

– Και εγώ τι σου φταίω τόσα δέντρα έχει εδώ σε μένα βρήκες να βολευτείς;

– Ε αφού ξέρεις ότι σε σένα κάνω καλύτερο ύπνο.. είπε απτόητος ο Οουλ.

– Σταμάτα ανόητε να δούμε γιατί κλαίει το παιδί.. είπε ο Τρι.

Ο μικρός τα είχε χάσει, έμεινε αμίλητος ακούγοντας τους να μιλούν μεταξύ τους

– Μην φοβάσαι μικρέ και πες μας τι έχει γίνει..

– Χάθηκα, και δεν ξέρω πως αλλά μιλάω μαζί σας, γιατί γίνεται αυτό; Μιλάτε και με άλλους ανθρώπους; Είπε..

Τότε οι εκφράσεις του Οουλ και του Τρι άλλαξαν , έγιναν μελαγχολικές..

Τον λόγο πήρε τώρα ο Οουλ..

-Εμείς τους μιλάμε αλλά εκείνοι ποτέ δεν ακούν, να εδώ και μέρες στην άλλη άκρη ο Τρι τους παρακαλά να μην κόβουν τους φίλους του για να πάρουν τα ξύλα..

– Μα δεν ακούν.. Μου τα έλεγε και ο Φοξ ότι δεν νοιάζονται για μας.. είπε ο Τρι

– Η μητέρα μας υποφέρει, και εκείνοι δεν κάνουν τίποτα για αυτό.. Είπε εκνευρισμένος ο Οουλ..

– Όταν λες η μητέρα σας, εννοείται την Γη; Αναρωτιέται ο μικρός..

– Μα εννοείται, την έχετε πονέσει τόσο πολύ όλα αυτά τα χρόνια, και αυτή όλο σας δίνει, αλλά δεν σας φτάνει.. Είπε ο Οουλ

– Όουλ, είναι απλά ένα παιδί, μην του ρίχνεις ευθύνες.. είπε αυστηρά ο Τρι

– Μα όταν μεγαλώσει θα γίνει και εκείνος σαν τους άλλους.. είπε ο Οουλ

Ακούγοντας την συζήτηση μίλησε και μια πυγολαμπίδα που τύχαινε να περάσει..

– Δεν καταλαβαίνουν ότι η μαμά μας πονάει, δεν καταλαβαίνουν πως ότι έχει το δίνει αλλά είστε τόσο άπληστοι που δεν ευχαριστιέστε με τίποτα.. είπε

– Α καλώς την Φάιερ. Είπε ο Τρι

– Γεια και σε σένα Τρι, μόλις μίλησα με την μαμά,  δεν είναι καλά..

– Τι συνέβη;

– Ξεκινά καταιγίδες.. απάντησε..

– Ω.. απάντησαν με ένα στόμα και οι δυο τους

– Και τι σημαίνει αυτό; Ρώτησε ο Άρθουρ..

– Η μητέρα το κάνει αυτό όταν είναι πολύ στεναχωρημένη, είναι ένα είδος ενημέρωσης για τον κόσμο…

– Δεν θέλω να είναι στεναχωρημένη, εγώ αγαπώ την Γη.. είπε ο μικρός πληγωμένος..

– Αχ, μικρέ μου για αυτό μας ακούς, επειδή είσαι τόσο αγνός, αλλά οι άλλοι, οι άλλοι πονάνε την μητέρα μας. Είπε η Φάιερ.

– Τι μπορώ να κάνω;

– Εσύ μόνος σου τίποτα δυστυχώς..

– Μπορώ να τους μιλήσω, πήγαινε με στην άλλη άκρη να τους μιλήσω.

– Μα είσαι ένα παιδί και νομίζεις θα σε ακούσουν;

– Αξίζει να δοκιμάσω. Είπε

Τότε η Φάιερ οδήγησε τον μικρό στο τέλος του δάσους.

– Περίμενε εδώ. Της είπε.

Ωστόσο η ώρα είχε περάσει και είχε ήδη ξημερώσει, οι άνθρωποι είχαν πάρει τον δρόμο προς το δάσος για να κόψουν και άλλα δέντρα, προς έκπληξης τους όμως είδαν τον Άρθουρ να έχει κάτσει ακριβώς μπροστά από ένα δέντρο.

Τα ζώα καθώς και τα υπόλοιπα δέντρα απορούσαν..

-Μα τι κάνει; Είπαν με μια φωνή

Ο Άρθουρ απάντησε.

-Σας ακούω και ήρθα για να σας σώσω.

Τα πλάσματα έμειναν άφωνα και ήταν τόσο συγκινημένα που κάποιος επιτέλους τα άκουσε

Ένας ξυλοκόπος είπε..

– Μικρέ τι θες εδώ από που ήρθες;

– Είμαι ο Άρθουρ και είμαι εδώ για να σας ζητήσω να μην κόψετε άλλα δέντρα και να αγαπάτε την Γη! Είπε.

Οι άνθρωποι γέλασαν και του ζήτησαν να κάνει στην άκρη.

– Μικρέ δεν έχουμε καιρό για χάσιμο, φύγε να κάνουμε την δουλειά μας.

– Όχι! Σταματήστε! Πληγώνετε την Γη και την έχετε κάνει να υποφέρει. Είπε

– Και που το ξέρεις εσύ; Μήπως στο είπε κιόλας;;. Αστειεύτηκε ο ξυλοκόπος

– Ναι! Και μάλιστα για να σου το αποδείξω, σήμερα θα ρίξει καταιγίδες!

– Μα η πρόγνωση του καιρού μιλά για ήλιο όλη μέρα μικρέ. Είπε

– Θα το δείτε!

– Ωραία μικρέ, αν ρίξει καταιγίδες θα σταματήσουμε να κόβουμε. Είπε με σιγουριά ο ξυλοκόπος.

– Θα δεις ότι θα ρίξει καταιγίδες. Είπε..

Τότε φώναξε με όση δύναμη είχε.

Πείτε στην μητέρα σας να ρίξει τις καταιγίδες τώρα!

Οι άνθρωποι τα έχασαν..

Μα σε ποιον μιλάει. Αναρωτήθηκαν

Μετά από λίγα λεπτά ο ξυλοκόπος του είπε..

– Είδες μικρέ! Χα! Η απόλυτη ηλιοφάνεια, είσαι τόσο αφελ-

Και τότε ακούστηκε η πρώτη αστραπή.

Ο ξυλοκόπος τρόμαξε και πετάχτηκε μακρυά από τον μικρό

Τότε ο Άρθουρ του είπε..

– Θα τηρήσεις την συμφωνία σου τώρα;

– Ναι, ναι νίκησες μικρέ, πάμε παιδιά, τελειώσαμε από αυτό το δάσος.. Και έφυγαν..

Από το δάσος βγαίνει η Φάιερ.

-Τα κατάφερες! Η μητέρα είναι τόσο ήρεμη τώρα..

Η καταιγίδα μετατράπηκε σε μια γλυκιά βροχούλα.

Όλα τα πλάσματα ευχαρίστησαν τον μικρό με δάκρυα συγκίνησης στα μάτια.

Ο Άρθουρ μαζί με την Φάιερ ξεκίνησαν να πηγαίνουν προς την αρχή του δάσους.

Τότε είδε ξανά τον Τρι και τον Όουλ

– Τα κατάφερες μικρέ ευχαριστούμε για όλα! Είπε ο Τρι ενθουσιασμένος.

– Τελικά είσαι διαφορετικός Άρθουρ, έκανα λάθος.. είπε ο Όουλ

-Σας ευχαριστώ που μου μιλήσατε και με βοηθήσατε να γυρίσω πίσω.

– Εμείς σε ευχαριστούμε που μας έσωσες.. Η μαμά έχει κάτι για σένα μικρέ..

Στα πόδια του Άρθουρ τρίβεται ξαφνικά ένα μικρό αλεπουδάκι.

– Ξέρει ότι θα το φροντίσεις και σου το δίνει για να σε ευχαριστήσει και για να σου ζητήσει συγνώμη που δεν μπόρεσε να σώσει τους δικούς σου, πάντως σας αγαπάνε και σας βλέπουν κάθε μέρα να μεγαλώνετε.. Είπε η Φάιερ.

Ο Άρθουρ πήρε αγκαλιά το μικρό αλεπουδάκι και συγκινημένος αποχαιρέτησε τους καινούργιους του φίλους.

Γύρισε σπίτι και έδειξε στα αδέρφια του τον μικρό Φόξι πλέον, αφού συμφώνησε η γιαγιά να μείνει μαζί τους,

ο Άρθουρ δεν είπε σε κανέναν την ιστορία του.

Οι μόνοι που ξέρουν είναι εκείνος ο μικρός Φόξι και εσείς που ήσασταν η συντροφιά του σε αυτή του την περιπέτεια.. Προσέχουμε την Γη, γιατί μας προσέχει και εκείνη..

Τέλος.  

 

Το δικό μου παραμύθι σε μορφή Propp..

 

Ψάρι, ο καλύτερος φίλος της γάτας

 

Μια φορά και έναν καιρό, κάτω στα βάθη της θάλασσας ζούσε ένα μικρό ψαράκι.

Ένα διαφορετικό ψαράκι που πίστευε στην καλοσύνη του κόσμου που δεν φοβόταν τα θηρία μήπως το κατασπαράξουν, ή άνθρωποι μήπως το ψαρέψουν. Αυτή του η διαφορά ήταν ο λόγος να γίνει ο περίγελος όλων, για το πόσο αφελής είναι. Τα άλλα ψάρια του μιλούσαν..

– Καλά έτσι όπως πας εσύ θα γίνεις κανένα γεύμα στο πι και φι.

– Δεν μπορεί να είσαι τόσο χαζός Fish, δεν υπάρχει καλοσύνη και φούμαρα που μας τσαμπουνάς τόσο καιρό. Οι άνθρωποι είναι επικίνδυνοι βάλε το καλά στο κεφάλι σου.

Τότε ο Fish απάντησε..

– Δεν είμαι χαζός Αθερίνη, και εσύ Μέδουσε σταμάτα να λες ότι θα γίνω γεύμα.

– Μα δεν λες να καταλάβεις, ότι είμαστε απλά τροφή. Ξαναλέει ο Μέδουσος.

– Κάνεις λάθος, να δεις που κάποτε θα μπορούμε να είμαστε μαζί με τους ανθρώπους και να συνυπάρχουμε ακόμα και με γάτες και με σκύλους. Αποκρίθηκε με πίστη και σιγουριά ο Fish.

– Χαχαχα έχεις καθόλου μυαλό στο χαζοκεφαλάκι σου Fish; Μήπως να πας να σε δει ο κύριος Σαλάχης να σε λογικέψει; Έχεις γίνει μεγάλο θέμα στο συμβούλιο των μεγάλων, ανησυχούν ότι είσαι τόσο αφελής που θα σκοτωθείς. Απάντησε για μια ακόμα φορά ο Αθερίνης

– Ώχου, αφήστε με ήσυχο, θα σας το αποδείξω, αύριο κιόλας θα πάω στην επιφάνεια να δείτε ότι οι άνθρωποι δεν θα με πειράξουν. Ανακοινώνει αποφασισμένος ο Fish, προκαλώντας τρόμο στους άλλους.

– Τι θα κάνεις;; Όχι Fish θα πας να μιλήσεις με τους μεγάλους, πραγματικά από τότε που σκοτώθηκαν οι γονείς σου και έμεινες μόνος σου είναι σαν να έχεις χάσει το μυαλό σου, γιατί φαίνεται δεν θυμάσαι ότι πέθαναν από έναν ψαρά;;; Μιλά ο Μέδουσος με ανησυχία για τον φίλο του.

– Αρκετά! Εγώ φεύγω! Και να πείτε στους μεγάλους ότι ο Fish θα πάει στην επιφάνεια και τέλος! Απαντά θυμωμένος ο Fish.

– Είναι ενάντια των κανόνων Fish.. Προσπαθεί μια ακόμα φορά να τον λογικέψει ο Αθερίνης με φόβο μην χάσει τον φίλο του..

– Αυτοί είναι δικοί σας κανόνες! Ασπαστείτε τους εσείς, εμένα δεν με νοιάζουν και δεν με κρατά τίποτα. Είπε για τελευταία φορά καθώς κολυμπούσε μακρυά ο Fish..

Ο μικρός μας φίλος, στεναχωρημένος και θυμωμένος απομακρύνθηκε αρκετά από το σπίτι του κάνοντας αυτό που είχε πει, πηγαίνοντας προς την επιφάνεια.

Λίγο αργότερα αφού έβγαλε το μικρό του κεφαλάκι έξω από το νερό, είδε μια βάρκα να πλησιάζει με έναν γεράκο που κρατούσε ένα καλάμι ψαρέματος. Τότε ο Fish με θάρρος άφησε την βαρκούλα να πλησιάσει, χωρίς να κάνει βήμα για να φύγει. Ο ψαράς είδε τον Fish και σκέφτηκε να τον ψαρέψει, μα όχι για να τον σκοτώσει, αλλά για να τον δώσει στην εγγονή του που σήμερα έκλεινε τα επτά της χρόνια. Πλησίασε τον Fish και με έναν περίτεχνο τρόπο τον έπιασε και τον έβαλε μέσα σε ένα μικρό σάκο με νερό.

Ο Fish τρομοκρατήθηκε, άρχισε να πιστεύει ότι έκανε λάθος και ότι είχε έρθει το τέλος.

Μετά από λίγη ώρα ο γεράκος επέστρεψε σπίτι του με το ψαράκι για την εγγονή του.

Ανοίγοντας την πόρτα αντίκρυσε την μικρή με μάτια να λάμπουν να πηδά στην αγκαλιά του.

– Παππού!! Τι μου έφερες;;; Χαχαχαχαχα Φώναζε η μικρή από ενθουσιασμό.

– Μικρή μου Ρόζα, γλυκιά μου χαχα είμαι γεράκος για να μπορώ να σε κρατήσω πολύ ώρα στην αγκαλιά μου. Είπε ο παππούς και την κατέβασε αργά στο έδαφος.

 Χρόνια σου πολλά γλυκιά μου, να είσαι πάντα ευτυχισμένη. Είπε ο παππούς και φίλησε την κορυφή του κεφαλιού της μικρής κάνοντας την να χαμογελάσει.

Αυτό είναι για σένα, αποκρίθηκε βγάζοντας τον Fish από το σάκο βάζοντας τον σε ένα ενυδρείο.

– Ένα ψαράκι! Παππού είσαι ο καλύτερος! Τώρα θα κάνει παρέα με την Σίσυ μας! Έτρεχε γύρω γύρω η μικρή που ήταν τόσο χαρούμενη.

Στο μεταξύ ο Fish επεξεργαζόταν τον χώρο, μα δεν άργησε να αντικρύσει μια χνουδωτή γκρίζα ουρά, ναι ήταν μια γάτα.

– Σίσυ κοίτα! Ο καινούργιος σου φίλος, έλα να τον δεις. Τότε η μικρή σήκωσε την γάτα στην αγκαλιά της πηγαίνοντας της κοντά στο μικρό ενυδρείο του Fish.

Ο Fish κοκκάλωσε, δεν είχε ξαναδεί ποτέ γάτα, με νύχια μεγάλα και μάτια γουρλωμένα.

Η Sisi απλά τον κοίταγε επίμονα καθώς τον επεξεργαζόταν.

– Έλα τώρα μικρή μου Ρόζα πάμε να φάμε το αγαπημένο σου φαγητό που έφτιαξε η γιαγιά. Είπε ο γεράκος και αμέσως η Ρόζα έτρεξε στην κουζίνα αφήνοντας την Sisi και τον Fish μόνους τους.

Ο Fish ήταν τρομοκρατημένος και μονολογούσε από μέσα του (τι χαζός που είμαι και δεν άκουγα τους άλλους τώρα θα γίνω όντως γεύμα και μάλιστα μιας γάτας)

Η Sisi στο μεταξύ απλά είχε σκαρφαλώσει στην καρέκλα και τον παρατηρούσε.

Τότε ο Fish αποφάσισε με όση δύναμη του είχε απομείνει να μιλήσει.

– Απλά σε παρακαλώ κάντο γρήγορα, φοβάμαι πολύ. Μίλησε το ψαράκι μας που τώρα έτρεμε σαν.. το ψάρι

– Αμ, συγγνώμη σε μένα απευθύνεσαι; Απόρησε η Sisi.

– Ναι, σε παρακαλώ απλά μην με αφήσεις να πονέσω πολύ.

– Γιατί να σε πονέσω; Μισό, (συνειδητοποιεί) νομίζεις ότι θα σε φάω;

– Μα ναι..

– Χαχαχα όχι όχι δεν πρόκειται να σε φάω.. βλέπεις ο λόγος που έφυγα από την οικογένεια μου είναι ότι δεν, δεν θέλω να σκοτώσω για να φάω..

– Ω, αμ, δεν.. δεν ήξερα..

– Δεν πειράζει, ευτυχώς με βρήκε ο κύριος Αλβέρτος και με έφερε εδώ, έκτοτε δεν πείνασα ξανά ποτέ.

– Νιώθω τόσο μεγάλη ανακούφιση που δεν θα με φας. Ομολόγησε το ψάρι

Εγώ έφυγα επειδή δεν πίστευα στην κακία των ανθρώπων. Με κορόιδευαν και ήθελα να αποδείξω ότι υπάρχει καλοσύνη, για αυτό πήγα κοντά στην βάρκα, που παραδόξως δεν με ψάρεψε, τουλάχιστον δεν με πόνεσε.

– Άρα πιστεύεις και εσύ σε έναν καλύτερο κόσμο;

– Ναι, αν και το τίμημα ήταν να είμαι τώρα σε ένα ενυδρείο και να μιλάω με μια γάτα. Αστειεύτηκε ο Fish.

– Χαχα, τουλάχιστον είσαι ζωντανός, και εδώ θα σε προσέξουν πολύ να ξέρεις. είπε

– Χαίρομαι που δεν είμαι στο φούρνο ήδη, παρεμπιπτόντως με λένε Fish, είπε

– Χάρηκα για την γνωριμία, είμαι η Sisi αν και σίγουρα το έχεις ακούσει ήδη. μίλησε

– Χαχα ναι η αλήθεια είναι πως το έχω ακούσει πριν από την μικρή. Είπε ο Fish.

– Α αυτή φίλε μου είναι η Ρόζα, είναι μια γλύκα και συνέχεια με χαϊδεύει και κοιμόμαστε μαζί από τότε που έχασε τους γονείς της. Μίλησε η Sisi.

Τότε το ψάρι μας θυμήθηκε ότι και εκείνο δεν έχει γονείς πια..

– Αλήθεια; Λυπάμαι, και οι δικοί μου γονείς έχουν.. χαθεί

– Λυπάμαι πολύ Fish, πραγματικά..

– Ευχαριστώ, πάντως τουλάχιστον ξέρω ότι εν μέρη είχα δίκαιο..

– Τι εννοείς;

– Ότι ούτε να με φάνε θέλουν και έγινα φίλος με μια γάτα..

– Και εγώ με ένα ψάρι..

Τέλος.